- σμέουρο
- framboise
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σμέουρο — το, Ν ο καρπός τής σμεουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μούρο (λόγω τής ομοιότητας τών καρπών) με προθετ. σ . Πρβλ. επίσης τις διαλ. ονομ. τού καρπού τού βάτου: αμούρα, (η), και σμούρο, (το)] … Dictionary of Greek
σμέουρο — το καρπός σμεουριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμεουριά — (rubus idaeus). θαμνώδες φυτό της οικογένειας των Ροδιδών, που ονομάζεται επιστημονικά ρούβος της Ιδης. Ο καρπός του ονομάζεται σμέουρο σμέουρδο ή νάουρο αλλά είναι γνωστός και με το γαλλικό όνομα «φραμ πουάζ». Φυτό συγγενές με τη βατομουριά,… … Dictionary of Greek
βατόμουρο — το ο καρπός του βάτου, το βάτσινο, το σμέουρο: Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα πίτα από βατόμουρα και ήταν εξαιρετική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραμπουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. ο καρπός του φυτού «Bάτος η ιδαία», το σμέουρο, είδος βατόμουρου. 2. το γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)